- ξακουστός
- -ή, -όφημισμένος, ξακουσμένος, ονομαστός, περίφημος: Ετούτος είναι ξακουστός κι όλοι τον επαινούσι (Ερωτόκριτος).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξακουστός — ή, ό ξακουσμένος, ονομαστός, φημισμένος, περίφημος, διάσημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ ακουστός (< ἐξ ακούω), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξ[ε] *με επιτ. σημ.)] … Dictionary of Greek
εξακουστός — και ξακουστός, ή, ό (AM ἐξάκουστος, ον, Μ και ἐξακουστός, ἀξακουστός, ξακουστός, ή, όν) [εξακούω] ακουστός σε πολύ κόσμο, φημισμένος αρχ. μσν. (για ήχο) καθαρός, ευκρινής μσν. ωραίος, εξαιρετικός … Dictionary of Greek
ξακουσμένος — η, ο ακουστός σε πολύ κόσμο, ξακουστός, ονομαστός, περίφημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ ακουσμένος (< εξ ακούω), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (πρβλ. ξακουστός)] … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek
Πρίαμος — Μυθικός βασιλιάς της Τροίας, γιος του Λαομέδοντα. Είχε πολλές γυναίκες και ευνοούμενες, μεταξύ των οποίων σημαντικότερη ήταν η Εκάβη. Ήταν πατέρας 50 παιδιών, τα ονόματα των οποίων αναφέρονται σχεδόν όλα από την παράδοση. Νέος ακόμα είδε την… … Dictionary of Greek
Τειρεσίας — Θηβαίος μυθολογικός ήρωας μάντης. Διάφορες εκδοχές αναφέρουν πώς απέκτησε τη μαντική του δύναμη. Η γνωστότερη αφηγείται, ότι στο όρος Κυλλήνη ο Τ. είδε δύο φίδια ζευγαρωμένα· αυτός τα χώρισε (ή σκότωσε το θηλυκό) και για τον λόγο αυτό έγινε… … Dictionary of Greek
έκλαμπρος — η, ο (AM ἔκλαμπρος, ον) 1. ολόλαμπρος, πολύ φωτεινός 2. (υπερθ. ότατος) τιμητική προσηγορία κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα») νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο έκλαμπρος ο στιλβαδάμας, το μπριγιάντι μσν. 1. ένδοξος,… … Dictionary of Greek
αγροικητός — και αγροικιστός, ή, ό [αγροικώ] 1. αυτός που εχει γίνει γνωστός από φήμη, ακουστός 2. ξακουστός, διάσημος … Dictionary of Greek
αείφατος — ἀείφατος, ον (Α) αυτός για τον οποίο πάντοτε γίνεται λόγος, που διαρκώς εξυμνείται, ο αιώνια ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + φατός < φημί] … Dictionary of Greek
ακουσμένος — η, ο (παθ. μτχ. τού ακούω) 1. διάσημος, ξακουστός 2. (με μειωτική σημ.) αυτός για τον οποίο έχουν ακουστεί πολλά, που έχει δυσφημιστεί, ο ανυπόληπτος … Dictionary of Greek